- Παλαιᾶς
- Παλαιήfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλαιᾶς — παλαιός old in years fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαιάς — Παλαιά̱ς , Παλαιή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιάς — παλαιά̱ς , παλαιός old in years fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Παλαιάς Λατομικής Τέχνης, Υπαίθριο — Το πρώτο στην Eλλάδα, και από τα ελάχιστα του είδους του στον κόσμο, μουσείο λατομικής τέχνης δημιουργήθηκε από το 1994 έως το 1998 στον Διόνυσο Αττικής, σε μια έκταση 135 στρεμμάτων, στη θέση Αλούλα. Aποτελεί ιδιωτική πρωτοβουλία της… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Εβδομήκοντα, μετάφραση των- — Η μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα, που έγινε –σύμφωνα με την παράδοση– από ομάδα 72 ελληνιστών Ιουδαίων. Πήρε την ονομασία των Ε. για χάρη συντομίας και παριστάνεται συμβολικά με το γράμμα Ο’. Είναι η πιο … Dictionary of Greek
Εσθήρ — I (5ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο πολλών εθνικοθρησκευτικών ιουδαϊκών παραδόσεων. Ζούσε στην Περσία μαζί με όσους ομόθρησκούς της δεν επωφελήθηκαν από το διάταγμα του Κύρου για να γυρίσουν στην πατρίδα τους μετά τη… … Dictionary of Greek
ветъхыи — (370) пр. 1.Старый, древний; сохранившийся от прежних времен; давно существующий: се же пакы оустави сии оц҃ь нашь стефанъ. да въ ветъсѣи цр҃кви по вьсѩ д҃ни слоужьба ст҃а˫а творитьсѩ за оу||мирающоую братию. ЖФП XII, 66б в; плѩсани˫а и трѣбища… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακύλας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μάρτυρας από την Τραπεζούντα. Αποκεφαλίστηκε, μαζί με τους συμπατριώτες του Βαλεριανό, Κανίδιο και Ευγένιο, την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (4ος αι.). Το συναξάρι τους, που βρίσκεται στη… … Dictionary of Greek